- διασκεπτικός
- η , ό[ν]1) относящийся к совещанию, конференции; 2) вдумчивый, проницательный;
διασκεπτικός νούς — проницательный ум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκεπτικός νούς — проницательный ум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκεπτικός — cautious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτικός — ή, ό (Α διασκεπτικός, ή, όν) 1. ο διασκεπτήριος 2. ο ικανός να διασκέπτεται αρχ. προσεκτικός, επιφυλακτικός … Dictionary of Greek